γνάφω

γνάφω

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Смотреть что такое "γνάφω" в других словарях:

  • γνάφω — και γνάπτω (AM γνάπτω, Α και κνάπτω, Μ και γνάφω) 1. κατεργάζομαι δέρματα 2. (για δέρμα ανθρώπου) χτυπώ κάποιον ώσπου να γίνει το δέρμα του σκληρό, σαν κατεργασμένο, βασανίζω κάποιον νεοελλ. (για νύχια) γρατζουνώ. [ΕΤΥΜΟΛ. Τα γνάπτω και κνάπτω… …   Dictionary of Greek

  • γνάπτω — βλ. γνάφω …   Dictionary of Greek

  • γνάψιμο — το [γνάφω] 1. το καθάρισμα και η κατεργασία μαλλιού 2. κατεργασία δέρματος …   Dictionary of Greek

  • γναμμένος — η, ο [γνάφω] 1. αυτός που είναι ασκημένος σε κάποια δουλειά (ιδίως τεχνική) 2. αυτός που προκόβει σ ό,τι καταπιάνεται …   Dictionary of Greek

  • καταγνάφω — (Α) κατασπαράζω, καταξεσκίζω. [ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α) * + γνάφω «χτυπώ, βασανίζω»] …   Dictionary of Greek

  • κνάπτω — και κνάμπτω και κνάφω (Α) βλ. γνάφω …   Dictionary of Greek

  • κνάφω — (Α) βλ. γνάφω …   Dictionary of Greek

  • ψυγμογναφεύς — έως, Α καθαριστής και στεγνωτής ενδυμάτων. [ΕΤΥΜΟΛ. < ψυγμός + γναφεύς* (< γνάφω)] …   Dictionary of Greek

  • διαγνάψας — διαγνάψᾱς , διά γνάφω aor part act masc nom/voc sg (attic epic ionic) διαγνάψᾱς , διά κνάπτω card aor part act masc nom/voc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀναγνάψας — ἀναγνάψᾱς , ἀνά γνάφω aor part act masc nom/voc sg (attic epic ionic) ἀναγνάψᾱς , ἀνά κνάπτω card aor part act masc nom/voc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀνέγναψαν — ἀνά γνάφω aor ind act 3rd pl ἀνά κνάπτω card aor ind act 3rd pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»