γνάφω
Смотреть что такое "γνάφω" в других словарях:
γνάφω — και γνάπτω (AM γνάπτω, Α και κνάπτω, Μ και γνάφω) 1. κατεργάζομαι δέρματα 2. (για δέρμα ανθρώπου) χτυπώ κάποιον ώσπου να γίνει το δέρμα του σκληρό, σαν κατεργασμένο, βασανίζω κάποιον νεοελλ. (για νύχια) γρατζουνώ. [ΕΤΥΜΟΛ. Τα γνάπτω και κνάπτω… … Dictionary of Greek
γνάπτω — βλ. γνάφω … Dictionary of Greek
γνάψιμο — το [γνάφω] 1. το καθάρισμα και η κατεργασία μαλλιού 2. κατεργασία δέρματος … Dictionary of Greek
γναμμένος — η, ο [γνάφω] 1. αυτός που είναι ασκημένος σε κάποια δουλειά (ιδίως τεχνική) 2. αυτός που προκόβει σ ό,τι καταπιάνεται … Dictionary of Greek
καταγνάφω — (Α) κατασπαράζω, καταξεσκίζω. [ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α) * + γνάφω «χτυπώ, βασανίζω»] … Dictionary of Greek
κνάπτω — και κνάμπτω και κνάφω (Α) βλ. γνάφω … Dictionary of Greek
κνάφω — (Α) βλ. γνάφω … Dictionary of Greek
ψυγμογναφεύς — έως, Α καθαριστής και στεγνωτής ενδυμάτων. [ΕΤΥΜΟΛ. < ψυγμός + γναφεύς* (< γνάφω)] … Dictionary of Greek
διαγνάψας — διαγνάψᾱς , διά γνάφω aor part act masc nom/voc sg (attic epic ionic) διαγνάψᾱς , διά κνάπτω card aor part act masc nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀναγνάψας — ἀναγνάψᾱς , ἀνά γνάφω aor part act masc nom/voc sg (attic epic ionic) ἀναγνάψᾱς , ἀνά κνάπτω card aor part act masc nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀνέγναψαν — ἀνά γνάφω aor ind act 3rd pl ἀνά κνάπτω card aor ind act 3rd pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)